Απαρηγόρητη, κατέφυγε στο σπίτι του πεθερού της, πού ήταν σοφός άνθρωπος.
«Πες μου τα να κάνω για να τον φέρω πίσω;» έλεγε και ξαναέλεγε μες στα κλάματά της.
Ο παππούς, έβαλε κατά μέρος την βαθειά του θλίψη και της είπε:
- Φέρε μου μερικούς σπόρους σιναπιού από ένα σπίτι πού δεν γνώρισε θλίψη και θα σού φτιάξω μια συνταγή πού διώχνει την λύπη».
Η γυναίκα μάζεψε τα κουράγια της και ξεκίνησε. Στο πρώτο σπίτι πού πήγε, συνάντησε δυστυχισμένους ανθρώπους, πού πάλευαν με την θλίψη τους. Αυτό της έκανε εντύπωση – νόμιζε πως μόνον αυτή είχε ένα τόσο βαρύ φορτίο. Έμεινε λίγο μαζί τους, θέλοντας να μοιραστεί την θλίψη τους, να τους ανακουφίσει. Ύστερα, πήγε στο επόμενο σπίτι κι ύστερα στο επόμενο. Γύρισε πολλά σπίτια -μικρά, μεγάλα, φτωχικά και πλούσια και παντού προβλήματα…
Κάθε σπίτι ήταν για την γυναίκα μια ευκαιρία να βοηθήσει, να παρηγορήσει, να υποστηρίξει. Με τον καιρό ο δικός της πόνος μαλάκωνε. Συμπονούσε αυτούς πού συναντούσε και χωρίς να το καταλάβει, παρηγοριόταν.
Έτσι, κατάλαβε πως αυτή η αναζήτηση κι όχι οι σπόροι ήταν αυτή πού την βοήθησε να αντέξει την θλίψη της.