Η μητέρα τού ρίχνει μια φευγαλέα ματιά και βλέπει το ένα χέρι τού παιδιού χωμένο στο πολύτιμο και πανάκριβο Γιαπωνέζικο πού η αδελφή τής γιαγιάς της, τους είχε χαρίσει στον γάμο τους.
– Μην παίζεις με το βάζο, αγόρι μου…
- Δεν γίνεται. Σφήνωσε, είπε το παιδί.
– Έλα τώρα… Ο λαιμός του είναι φαρδύς και το χεράκι σου μικρό…
- Δεν βγαίνει σού λέω…
Η μητέρα πλησίασε το αγόρι και έκανε κι αυτή την προσπάθειά της αλλά, τίποτα.
– Πώς τα κατάφερες βρε παιδί μου… Πώς έγινε αυτό…
Ο πατέρας, πού άκουσε την κουβέντα μπήκε μέσα σουφρώνοντας τα φρύδια του:
- Τι έχουμε εδώ;
- Να, ο Λάμπρος … Σφήνωσε το χέρι του στο βάζο και…
- Για να δώ…
Μα κι εκείνου οι προσπάθειες δεν απέδωσαν.
Πήγε στην κουζίνα κι έφερε λίγο λάδι. Έτριψε λίγο το χέρι τού παιδιού, αλλά…
- Δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να γίνει… Θα ΄δινα 5 € για να βρώ μια λύση, είπε σκεφτικός.
– Αν είναι έτσι… είπε ο Λάμπρος και στριφογυρίζοντας κάμποσες φορές το χέρι του, και ωπ! το έβγαλε!... Ταυτόχρονα όμως, κύλησε κι ένα κέρμα στο πάτωμα.
– Τι έγινε; ρώτησε ο πατέρας.
– Μού είχε πέσει μες στο βάζο καθώς το περιεργαζόμουνα… εξήγησε ο Λάμπρος,
- … αλλά όταν άκουσα για τα 5 € … είχα ένα κίνητρο παραπάνω να προσπαθήσω είπε το αγόρι μ΄ ένα πονηρό χαμόγελο…