Μια μέρα, φόρτωσε το ζώο του με μερικά σακιά αλάτι και ξεκίνησε. Καθώς διέσχιζαν μια απότομη πλαγιά, ο γάϊδαρος γλίστρησε κι έπεσε στο ποτάμι. Μέχρι να καταφέρει ο άνθρωπος να τον βγάλει απ΄τα νερά, το αλάτι έλιωσε.
Τι να κάνει ο έμπορος;
Επέστρεψε σπίτι του και φόρτωσε το υποζύγιό του ξανά. Σαν έφθασαν στο ίδιο σημείο, ο γάϊδαρος έχοντας καταλάβει την «ευκαιρία» έκανε πως γλίστρησε πάλι. Έλα όμως που κι ο έμπορος κατάλαβε την εξυπνάδα τού ζώου;
Χωρίς να πεί τίποτα επέστρεψε και πάλι στο σπίτι. Την φορά αυτή όμως, φόρτωσε τον «βοηθό» του με σφουγγάρια.
Όταν λοιπόν βρέθηκε ξανά μές στα νερά, τού φώναξε: «Ωραίο κόλπο βρήκες εξυπνάκια μου! Για να σε δώ τώρα πως θα βγείς από κεί μέσα μ΄όλα αυτά τα σφουγγάρια στην πλάτη σου…»