Τρίτη, 12 Φεβρουαρίου 2019 21:58

Ο Ανδροκλής και το Λιοντάρι

Ο Ανδροκλής και το Λιοντάρι Pixabay.com

Μια αγαπημένη ιστορία που την αναφέρουν διάφοροι Ρωμαίοι συγγραφείς, έχει να κάνει με το σκλάβο Ανδροκλή… και ένα ασυνήθιστα μεγάλο και δυνατό λιοντάρι.

Στα αρχαία χρόνια, ζούσε ένας δούλος πού τον έλεγαν Ανδροκλή. Αυτός είχε έναν πολύ σκληρό κύριο, πού τον βασάνιζε. Ο καιρός περνούσε κι ο Ανδροκλής υπέφερε όλο και χειρότερα βασανιστήρια. Μη μπορώντας ν΄αντέξει, μάζεψε τα λιγοστά πράγματά του κι αποφάσισε να δραπετεύσει από το σπίτι εκείνου τού ανθρώπου.

Καθώς όμως, σύμφωνα με τους τότε νόμους, η πράξη αυτή τιμωρείτο με θάνατο, ο δούλος αυτός κατέφυγε σ΄ένα πυκνό δάσος. Όταν νύχτωσε, βρήκε μια σπηλιά και μπήκε εκεί για να περάσει τήν βραδυό.
Το ξημέρωμα, είδε να μπαίνει στην σπηλιά ένα τεράστιο λιοντάρι:

- Αλλοίμονό μου, σκέφθηκε ο Ανδροκλής. Ξέφυγα από τον σκληρό αφέντη μου και μού έμελλε να με κατασπαράξει άγριο θηρίο!

 

Σαν τον πλησίασε, το λιοντάρι σήκωσε το ένα του πόδι.

– Εδώ τελειώνουν όλα, ψιθύρισε ο άνθρωπος και ζάρωσε κάτωχρος σε μια γωνιά.

Το λιοντάρι όμως δεν είχε τέτοιο σκοπό. Έμεινε εκεί ακίνητο, κοιτάζοντάς τον στα μάτια, με το πόδι του υψωμένο. Όταν ο Ανδροκλής το πλησίασε με χίλιες προφυλάξεις, είδε ότι ένα αγκάθι είχε χωθεί βαθειά μες στο πόδι τού ζώου, πού βογγούσε απ΄τον πόνο. Καθησυχασμένος, επειδή πιά δεν κινδύνευε η ζωή του, πήρε στα χέρια του το πόδι τού λιονταριού και με όλη του τήν προσοχή, άρχισε τήν «επέμβαση». Χρειάστηκε λίγη ώρα για να τα καταφέρει. Όμως, το αίμα πού άρχισε να τρέχει δεν έλεγε να σταματήσει. Ο Ανδροκλής έσκισε ένα κομμάτι από τον χιτώνα του κι αφού το έπλυνε καλά στο νερό της πηγής πού ήταν εκεί κοντά, έδεσε με το πανί αυτό, το πόδι του ζώου.

 

Τις επόμενες ημέρες, το λιοντάρι επισκεπτόταν τήν σπηλιά κι ο άνθρωπος περιποιόταν το τραύμα του, πλένοντας τήν πληγή του και αλλάζοντας το πανί με το οποίο τήν έδενε.
Με τον καιρό, οι δυό τους έγιναν φίλοι. Το λιοντάρι έφερνε τήν λεία από το κυνήγι στον Ανδροκλή, έτρωγαν μαζί κι ύστερα ξάπλωνε δίπλα του και κοιμόταν. Μα κι ο άνθρωπος ησύχαζε ήσυχος, επειδή ο «φύλακάς» του αναπαυόταν δίπλα του και κανένας δεν θα μπορούσε να τον πειράξει. Πέρασαν έτσι κάμποσα χρόνια. Ώσπου ένα πρωϊ, οι όλο αγωνία βρυχηθμοί του λιονταριού, αναστάτωσαν το δάσος. Ο Ανδροκλής πετάχτηκε έξω απ΄την σπηλιά, για να δεί τι συνέβαινε στον φίλο του. Με προφυλάξεις πλησίασε στο σημείο και τι να δεί; Ρωμαίοι στρατιώτες είχαν στήσει ενέδρα και μετέφεραν αλυσοδεμένο το λιοντάρι σ΄ένα κλουβί! Περίλυπος ο άνθρωπος, επειδή δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το ελευθερώσει, έμεινε εκεί πολύ ώρα μέχρι πού έφυγαν όλοι Από τότε, ο Ανδροκλής ήταν αναγκασμένος να φεύγει απ΄την σπηλιά όπου κρυβόταν για να αναζητήσει κάτι για να τραφεί. Δεν πέρασε πολύς καιρός, και οι Ρωμαίοι στρατιώτες, οι ίδιοι πού είχαν συλλάβει το λιοντάρι, τον εντόπισαν και τον έφεραν αλυσοδεμένο στην Ρώμη όπου τον έρριξαν στην φυλακή.
- Ξέρεις τι σε περιμένει; τον ρώτησε ο δεσμοφύλακας. Ο Ανδροκλής έμεινε σιωπηλός.

- Αύριο θα σε πάνε στο Κολοσσαίο. Θα γίνεις μεζές για τα άγρια θηρία…

 

Τήν επομένη ημέρα, ήρθαν και τον πήραν. Οι κερκίδες ήταν γεμάτες κόσμο πού είχε έρθει να παρακολουθήσει το «θέαμα»… Όταν μπήκε στην αρένα, ο άνθρωπος σήκωσε τα μάτια στον ουρανό: είχε μέρες να δεί τον ήλιο… ένας θόρυβος από σκουριασμένες πόρτες πού άνοιγαν, τον έκανε να αναπηδήσει. Γύρισε και κοίταξε: ‘Ένα αγριεμένο λιοντάρι, ερχόταν τρέχοντας καταπάνω του! Εκείνος δεν σάλεψε. Περίμενε γαλήνιος, το τέλος του. Όταν όμως το θηρίο τον πλησίασε… σταμάτησε απότομα. Τον κοίταξε και σήκωσε αργά το μπροστινό πόδι του! Τότε μόνο ο Ανδροκλής αναγνώρισε τον φίλο του, πού είχε γίνει αγνώριστος από τις ταλαιπωρίες και τα βασανιστήρια της φυλακής… Αυθόρμητα, άνοιξε τα χέρια του και αγκάλισε το κεφάλι του ζώου. Από τις κερκίδες ακούστηκε ένα Αααα! όλο έκπληξη κι ύστερα κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν «χάρισέ τους τήν ζωή! χάρισέ τους τήν ζωή!»

Ο γυιός τού Ύπατου τής Ρώμης, πού ήταν παρόν, ζήτησε να μάθει τι έτρεχε. Όταν οδήγησαν τον Ανδροκλή στο θεωρείο του κι έμαθε τήν ιστορία του, συγκινήθηκε πολύ. «Δεν θα πίστευα ποτέ ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί, αν δεν το άκουγα με τα ίδια μου τα αυτιά», είπε. Στο μεταξύ, ο κόσμος εξακολουθούσε να φωνάζει όλο και πιο δυνατά: «χάρισέ τους τήν ζωή! Χάρισέ τους τήν ζωή»…

Ο γυιός του ύπατου της Ρώμης σηκώθηκε υψώνοντας το χέρι του. Τα πλήθη ησύχασαν. Κι αυτός είπε: «Από σήμερα, ο Ανδροκλής και το λιοντάρι του είναι ελεύθεροι. Κανείς άνθρωπος να μην τους πειράξει για κανέναν λόγο.» Ο κόσμος ζητωκραύγασε, οι πόρτες άνοιξαν κι οι δυό φίλοι ανακουφισμένοι γύρισαν στο δάσος όπου έμειναν για πάντα.

Στοιχεία επικοινωνίας

Κυρίλλου Λουκάρεως 6, Αθήνα, 11471

info@nefeli-culture.gr

2130 302 423

Πρόγραμμα Εκδηλώσεων

Ακολουθήστε μας

Ακολουθήστε μας

Επικοινωνία

Για οποιαδήποτε πληροφορία μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας μέσω της Φόρμας Επικοινωνίας

Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος © 2024 Νεφέλη - Culture
Powered by Fork Studios Fork Studios